- τριβεύς
- (-εως) ο1) подшипник;
ενσφαιρος τριβεύς — шариковый подшипник;
2) см. τριβείο
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ενσφαιρος τριβεύς — шариковый подшипник;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τριβεύς — rubber masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριβῆς — τριβεύς rubber masc nom pl τριβεύς rubber masc nom/voc pl τριβή rubbing fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριβέων — τριβεύς rubber masc gen pl τριβέω̆ν , τριβεύς rubber masc gen pl τριβή rubbing fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριβᾶς — τριβεύς rubber masc acc pl τριβή rubbing fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριβεῖς — τρίβω rub aor subj pass 2nd sg (epic) τριβεύς rubber masc acc pl τριβεύς rubber masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριβέως — τριβέω̆ς , τριβεύς rubber masc gen sg τριβεύς rubber masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λινοπλύνας — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τριβεύς». [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + πλύνας (< πλύνω)] … Dictionary of Greek
πιπεροτριβεύς — έως, ὁ, Α δοχείο στο οποίο έτριβαν το πιπέρι, πιπεροτρίφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίπερι + τριβεύς (< τρίβω)] … Dictionary of Greek
τρίβω — ΝΜΑ 1. σύρω επανειλημμένως ένα σώμα πάνω σε άλλο συμπιέζοντάς το στο σημείο επαφής τους ή ξύνω κάτι μετακινώντας με πίεση άλλο σώμα πάνω σε αυτό (α. «τρίψε καλά τα μάρμαρα» β. «τρίβω το ξύλο με το γυαλόχαρτο» γ. «τρίβω τα μαχαιροπήρουνα» δ. «τὸν… … Dictionary of Greek
τριβέας — ο / τριβεύς, έως, ΝΑ νεοελλ. 1. τεχνολ. κυλινδρικό τεμάχιο, συνήθως ορειχάλκινο, με εσωτερική επίστρωση από λευκό μέταλλο πάνω στο οποίο στηρίζεται άτρακτος ή άλλο μέρος μηχανής που στρέφεται 2. (μεταλλ.) μηχανική διάταξη που χρησιμοποιείται για… … Dictionary of Greek
τριβείο — το, Ν [τριβεύς] τεχνολ. μηχανή που επιτρέπει μέσω δονητικής ή περιστροφικής κινήσεως και με λειαντικά μέσα τη στίλβωση επιφανειών από μάρμαρο, ξύλο, δέρμα κ.ά. (α. «τριβείο με τύμπανα» β. «τριβείο δίσκου» γ. «τριβείο ταινίας» δ. «τριβείο πλατιάς… … Dictionary of Greek